- προέγκειμαι
- προέγ-κειμαι, [voice] Pass.,A to be laid or lie in before,
τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10
; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 ([place name] Thyatira).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10
; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 ([place name] Thyatira).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέγκειμαι — Α 1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.) 2. ενταφιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»] … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek